κορακοζώητος

κορακοζώητος
η , ο долголетний

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "κορακοζώητος" в других словарях:

  • κορακοζώητος — η, ο αυτός που ζει πολλά χρόνια, σαν τον κόρακα, μακρόβιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόρακας + ζώητος (< ζω), πρβλ. καλο ζώητος, πολυ ζώητος] …   Dictionary of Greek

  • κορακοζώητος — η, ο αυτός που ζει πολλά χρόνια σαν τον κόρακα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κορακόζωος — η, ο κορακοζώητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόρακας + ζωος (< ζωή), πρβλ. αεί ζωος, εύ ζωος] …   Dictionary of Greek

  • κορωνόβιος — κορωνόβιος, ον (Μ) 1. αυτός που έζησε πολλά χρόνια, κορακοζώητος 2. φρ. «κορωνόβιον γῆρας» βαθιά γερατειά. [ΕΤΥΜΟΛ. < κορώνη «κουρούνα» + βιος (< βίος), πρβλ. αιωνό βιος, νυκτό βιος] …   Dictionary of Greek

  • κόρακας — I Ονομασία τριών οικισμών. 1. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 10 μ., 6 κάτ.) στην πρώην επαρχία Επιδαύρου Λιμηράς του νομού Λακωνίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Βοιών. 2. Ακατοίκητος πεδινός οικισμός (υψόμ. 120 μ.) του νομού Λαρίσης. Βρίσκεται στο… …   Dictionary of Greek

  • κορακόζωος — η, ο ο κορακοζώητος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»